μεσοπορώ

μεσοπορώ
(Α μεσοπορῶ, -έω) [μεσοπόρος]
1. πορεύομαι ή πλέω στο μέσο
2. είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο τής πορείας, μεσοστρατίς
αρχ.
μτφ. (για φρούτο) δεν έχω ωριμάσει εντελώς, είμαι στη μέση τής ωρίμασης («μεσοπορούσης τῆς κατὰ τὴν ὀπώραν ἀκμῆς», Διοσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεσοπορῶ — μεσοπορέω to be half way pres subj act 1st sg (attic epic doric) μεσοπορέω to be half way pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”